παλαμάρι

παλαμάρι
amarre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παλαμάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για την πρόσδεση τού πλοίου στην προβλήτα, αλλ. κάλως, τόνος, καραβόσκοινο, πρυμάτσα ή… …   Dictionary of Greek

  • παλαμάρι — το (λ. ιταλ.), χοντρό σκοινί της πρύμης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, αλλ. καραβόσκοινο, κάλος, πρυμάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεβάρω — τραβώ αλυσίδα ή παλαμάρι, σύρω με αλυσίδα ή με παλαμάρι ένα πλεούμενο στη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levare «υψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παλαμάρω — (I) [παλαμάρι] δένω με παλαμάρι το πλοίο. (II) ναυτ. αλείφω με στεγανωτικό υλικό, συνήθως μίγμα πίσσας με λίπος και θειάφι, τα ύφαλα ξύλινου πλοίου για να μην τά διαπερνά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spalmare «πισσώνω, καλαφατίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ρυμάτιο — το, Ν ναυτ. υποκορ. μικρό, κοντό παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύμα «παλαμάρι». Η λ., στον λόγιο τ. ῥυμάτιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • Palamari — (Greek: Παλαμάρι), older forms: Palamario and Palamarion, is a Greek village located around 15 km (northwest of Megalopoli, 19 km norhtwest from the nearest interchange with the GR 7/E65 (Kalamata Megalopoli Tripoli), about 28 km southeast of… …   Wikipedia

  • απόγειο — (Αστρον.). Θέση του Ήλιου και της Σελήνης όταν τα ουράνια αυτά σώματα βρίσκονται στη μέγιστη απόστασή τους από τη Γη. To α. είναι το αντίθετο του περιγείου, που είναι η θέση των ουράνιων αυτών σωμάτων όταν η απόστασή τους από τη Γη είναι η… …   Dictionary of Greek

  • κάβος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του …   Dictionary of Greek

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • κάμιλος — κάμιλος, ὁ (AM) χοντρό και μακρύ σχοινί, κν. καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δ. γρφ. του κάμηλος, που ερμηνεύθηκε από τους Έλληνες «χοντρό σχοινί» λόγω του χωρίου της Καινής Διαθήκης ευκοπώτερόν εστι κάμηλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”